- Σταθμία
- ἡ, Α [σταθμός](κατά τον Ησύχ.) «ἐπίθετον Ἀθηνᾱς».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σταθμία — Σταθμίᾱ , Σταθμία fem nom/voc/acc dual Σταθμίᾱ , Σταθμία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάθμια — στάθμιον weight of a balance neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σταθμίας — Σταθμίᾱς , Σταθμία fem acc pl Σταθμίᾱς , Σταθμία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σταθμίαις — Σταθμία fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμεία — και σταθμία, ἡ, Α [σταθμός] η σύνθεση ενός υλικού μετά από ζύγιση τών συστατικών του … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Αιγίου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Αιγίου στεγάζεται στην αναπαλαιωμένη παλαιά δημοτική αγορά της πόλης (Αγίου Ανδρέου 3 & Μιχαλακοπούλου), που χτίστηκε το 1890, σε σχέδια του Ερνέστου Τσίλερ. Εγκαινιάστηκε το 1994, αλλά ανέστειλε τη λειτουργία του από το… … Dictionary of Greek